φοβάσαι;
πάντα ευγενικοί
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ρωμανός
Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί.
Γεννιούνται μ’ ένα χρυσαφένιο χρώμα,
μ’ όνειρα που τους τα φτιάχνει η συννεφιά,
μ’ ελπίδες που φυτρώσαν μέσ’ στο χώμα…
Οι ήρωες δεν έχουν μυστικά.
Δεν ταξιδεύουνε ποτέ σε ξένα μέρη.
Γίνοντ’ αγάλματα ψυχρά, μα εθνικά
κι έχουν για συντροφιά τους ένα περιστέρι…
Οι ήρωες είναι πάντα ευγενικοί.
Κάνουν πως, τάχα, λεπτομέρειες δε θυμούνται…
Κι όταν η νύχτα τούς σκεπάζει με σιωπή,
πετάν’ το θρύλο
στα πουλιά
κι αποκοιμιούνται
αν ξυπνήσεις
Όπου και να κοιτάξεις οι άνθρωποι σε πληγώνουν…
Κι αν ακούσεις ακόμα χειρότερα!
λες “δεν ξέρουν; δε διάβασαν; δεν τους ενδιαφέρει;”
τι είναι σκληρότερο σε αυτήν την απόκριση;
ότι δεν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν ή ότι δεν ενδιαφέρθηκαν για το μέλλον το δικό τους και των άλλων;
κι αν το δικό τους είναι κατά κάποιον τρόπο εξασφαλισμένο και για τους άλλους παρακινδυνευμένο;
Να αφουγκραστείς λοιπόν. Ωραία.
Άγνοια, αδιαφορία, εθελοδουλία, απερισκεψία, εγωισμός, γκρίνια, χαμός.
Με ποιους θα πας; Ποιους θα αφήσεις;
Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο,
αν ξυπνήσεις μονομιάς
θα ‘ρθει ανάποδα ο ντουνιάς!
προς τα εμπρός για την ελευθερία!
Αυτός είναι ο συγκινητικός τελευταίος λόγος του Σαλβαδόρ Αλιέντε προς τον λαό της Χιλής…
“Σίγουρα αυτή θα είναι η τελευταία ευκαιρία για μένα να απευθυνθώ σε εσάς. Η Πολεμική Αεροπορία έχει βομβαρδίσει τις κεραίες των Radio Portales και Radio Corporación.
Οι λέξεις μου δεν έχουν πικρία αλλά απογοήτευση. Είθε να έρθει μια ηθική τιμωρία για εκείνους που έχουν προδώσει τον όρκο τους: Στρατιώτες της Χιλής, οι δικαιούχοι αρχιστράτηγοι, ο Ναύαρχος Μερίνο, ο οποίος έχει αυτοανακηρυχθεί ο ίδιος διοικητής του ναυτικού, και ο κ. Μεντόζα, ο οποίος επαίσχυντα μόλις χθες ορκίσθηκε πίστη και αφοσίωση στην κυβέρνηση, και ο οποίος έχει επίσης αυτοανακηρυχθεί αρχηγός της Carabineros [παραστρατιωτικής αστυνομίας].
Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα δεδομένα, το μόνο πράγμα που απομένει για μένα είναι να πω στους εργάτες: δεν πρόκειται να παραιτηθώ! Ευρισκόμενος σε μια ιστορική μετάβαση, θα πληρώσω την πίστη του λαού με τη ζωή μου. Και τους λέω ότι είμαι βέβαιος ότι οι σπόροι που έχουμε φυτέψει στην καλή συνείδηση των χιλιάδων και χιλιάδων Χιλιανών δεν θα μείνουν συρρικνωμένοι για πάντα.
Έχουν δύναμη και θα είναι σε θέση να μας εξουσιάζουν, αλλά η κοινωνική διεργασίες δεν μπορεί να εμποδιστούν ούτε από το έγκλημα, ούτε από τη δύναμη. Η ιστορία είναι δική μας, και οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία.
Εργάτες της χώρας μου: Θέλω να σας ευχαριστήσω για την αφοσίωση που είχατε πάντα, την εμπιστοσύνη που εναποθέσατε σε έναν άνθρωπο που ήταν μόνο ένας διερμηνέας της μεγάλης λαχτάρας για τη δικαιοσύνη, ο οποίος έδωσε το λόγο του ότι θα σεβαστεί το Σύνταγμα και το νόμο και έκανε ακριβώς αυτό. Σε αυτή την καθοριστική στιγμή, την τελευταία στιγμή που μπορώ ακόμα να απευθύνομαι σε εσάς, σας εύχομαι να επωφεληθείτε από το μάθημα: το ξένο κεφάλαιο, ο ιμπεριαλισμός, σε συνδυασμό με την αντίδραση, δημιούργησαν το κλίμα στο οποίο οι Ένοπλες Δυνάμεις έσπασαν την παράδοσή τους, την παράδοση που διδάχθηκαν από το στρατηγό Schneider και επιβεβαίωσαν με τον διοικητή Araya, θύματα του ίδιου κοινωνικού τομέα που σήμερα ελπίζει, με την ξένη βοήθεια, να κατακτήσει εκ νέου τη δύναμη να συνεχίσουν να υπερασπίζονται τα κέρδη τους και τα προνόμιά τους.
Απευθύνομαι σε εσάς, πάνω απ’ όλα, στη σεμνή γυναίκα του τόπου μας, την Campesina που πίστεψε σε εμάς, τη μητέρα που γνώριζε την ανησυχία μας για τα παιδιά.
Απευθύνομαι στους επαγγελματίες της Χιλής, τους πατριώτες επαγγελματίες που συνέχισαν να δουλεύουν εναντίον της στάσης που υποστηρίζεται από επαγγελματικά σωματεία, σωματεία ταξικά που υπερασπίζονται επίσης τα προνόμια της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Απευθύνομαι στη νεολαία, αυτή που τραγουδούσε και μας έδωσε τη χαρά της και το αγωνιστικό της πνεύμα.
Απευθύνομαι στον άντρα της Χιλής, τον εργάτη, τον αγρότη, το διανοούμενο, εκείνον που πρόκειται να διωχθεί, γιατί στη χώρα μας ο φασισμός είναι ήδη παρών εδώ και πολλές ώρες – σε τρομοκρατικές επιθέσεις, σε ανατινάξεις γεφυρών, σε διακοπές σιδηροδρομικών γραμμών, σε καταστροφές αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενόψει της σιωπής όσων είχαν την υποχρέωση να δράσουν. Ήταν υποχρεωμένοι. Η ιστορία θα τους κρίνει.
Σίγουρα το Radio Magallanes θα σιγήσει, η ηρεμία και μεταλλικό όργανο της φωνής μου δεν σας φτάσει.
Δεν πειράζει.
Θα είμαι πάντα δίπλα σας.
Τουλάχιστον η μνήμη μου θα είναι αυτή ενός άνδρα αξιοπρεπή που στάθηκε πιστός στη χώρα του.
Οι άνθρωποι πρέπει να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, αλλά δεν πρέπει να θυσιαστούν.
Οι άνθρωποι δεν πρέπει να αφεθούν να καταστραφούν ή να διατρηθούν από σφαίρες, αλλά δεν πρέπει ούτε και να ταπεινωθούν.
Εργάτες της χώρας μου, έχω πίστη στη Χιλή και το πεπρωμένο της. Άλλοι άνδρες θα ξεπεράσουν αυτή τη σκοτεινή και πικρή στιγμή προδοσίας που προσπαθεί να επικρατήσει.
Να πηγαίνετε προς τα εμπρός γνωρίζοντας ότι, αργά ή γρήγορα, οι μεγάλες λεωφόροι θα ανοίξουν και πάλι και οι ελεύθεροι άνθρωποι θα περπατούν μέσα από αυτές για να χτίσουν μια καλύτερη κοινωνία.
Ζήτω η Χιλή! Ζήτω οι άνθρωποι! Ζήτω οι εργαζόμενοι!
Αυτά είναι τα τελευταία λόγια μου, και είμαι βέβαιος ότι η θυσία μου δεν θα είναι μάταια, είμαι βέβαιος ότι, τουλάχιστον, θα είναι ένα μάθημα ηθικής που θα τιμωρήσει το κακούργημα, δειλία και προδοσία.
Σαντιάγο της Χιλής, 11 Σεπτεμβρίου 1973
όλα αυτά τα ωραία
ανθεί και δένει
χωρίς σταγόνα καρδιάς
Οι ποιητές της Κυριακής
«Λεπτοί και μακρουλοί στίχοι σαν οδοντογλυφίδες.
Όπου βρω τον Πούσκιν θα τον σκοτώσω». Μαγιακόφσκι
Βγαίνετε πάντοτε αργά κατά το μεσημέρι περίπατο στα πάρκα
συνομιλίες με τα τριαντάφυλλα και τα πουλιά
μ’ αρέσει το γυαλιστερό και μαλακό δέρμα σας
μ’ αρέσουν τα περίκομψα βήματά σας ένα δύο ένα δύο τα παπαγαλάκια στη Βραζιλία
χρώματα τροπικά στα κλαδιά και στα μάτια μας είσαστε εσείς αδιάφοροι
σαν μια περήφανη χειρονομία καβαλιέροι της θάλασσας
τα μικρά πατριωτάκια της ξαστεριάς.
Μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας με διασκεδάζουν τα σφυρώ
κάθε απόγευμα εσείς πλαγιάζετε για να ξεκουραστείτε
απ’ τα ονειροπολήματα και τα παραμύθια σας
τα σφυρώ σ’ ένα πρόσχαρο τόνο δεν καίνε από κανένα φλογισμένο παράπονο
δεν πέρασαν ποτέ από τη θλίψη των εξορίστων.
Μ’ αρέσουν μ’ αρέσουν τα τραγουδάκια σας δεν ξέρουν ν’ αναστενάζουν
δεν ταξιδεύουν από μέσα κι από βαθιά γύρα-γύρα στο γαρούφαλο
γυρνάτε σα μελίσσια και τα λόγια σας λαφριά σαν τα σύννεφα
έφυγαν από καιρό προτού τα λογαριάσει το αίμα της καρδιάς σας.
Κυριακή ολοπράσινη συνέχεια η ζωή σας
γαλάζια τα αισθήματα φωτεινά και χαρμόσυνα τα γέλια σας
το αίμα των αδερφών μας σας λερώνει το σπίτια σας
είναι παράδεισοι μεγάλοι Ναοί
που δεν μπορούν να ορμήσουν τα κλάματά μας να τ’ ακούσετε κι εσείς
και ν’ ανατριχιάσετε γελάτε πάντα εσείς κοιτώντας τ’ αντικείμενά σας
παίζετε με το Αιγαίο σαν παιδάκια δε νιώσατε το βάρος καμιάς σκλαβιάς
την ελιά και την βάρκα των ψαράδων
δε χτύπησαν την πόρτα σας ξένοι στρατιώτες
βογκάει το τραγούδι μας και σας τυραννεί
κλαίνε τ’ αδέρφια μας
και προσπερνάτε ποιητές
ποιητές από μαλακό ζυμάρι πλασματικό
γιομίζετε με τον μακρινό ουρανό τους στίχους σας
με τη λαφράδα του κυριακάτικου πρωινού
με τα χρώματα που μας ξεγελάνε τα μάτια
Ελύτη, Εγγονόπουλε, Σεφέρη, Εμπειρίκο, γιατί δεν παραλλάζετε
παρά μονάχα στ’ όνομα γιατί δεν έχετε μια σταγόνα καρδιάς …
Νίκος Παππάς από τη συλλογή Το ημερολόγιο ενός βαρβάρου, 1957
τι κουταμάρα
Μπαρμπαρά
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Έβρεχε χωρίς να σταματά στη Βρέστη κείνη τη μέρα
Και περπατούσες χαμογελαστή
Ανθισμένη θελκτική μουσκεμένη
Κάτω απʼ τη βροχή
Και διασταυρωθήκαμε στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Κι εγώ χαμογελούσα το ίδιο
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Εσύ που δε σε γνώριζα
Εσύ που δε με γνώριζες
Θυμήσου παρόλα αυτά κείνη τη μέρα
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγόταν κάτω από μια μικρή στοά
Και φώναξε το όνομα σου
Μπαρμπαρά
Κι έτρεξες πάνω του μέσα στη βροχή
Μουσκεμένη θελκτική ανθισμένη
Και ρίχτηκες μέσα στα μπράτσα του θυμήσου Μπαρμπαρά
Και μη μου θυμώνεις που σου μιλάω με το συ
Μιλάω με το συ σε όλους αυτούς που αγαπώ
Ακόμα κι αν τους είδα μονάχα μια φορά
Μιλάω με το συ σε όλους αυτούς που αγαπιούνται
Ακόμα κι αν δεν τους γνωρίζω
Θυμήσου Μπαρμπαρά
Μην ξεχνάς
Αυτή τη βροχή ήσυχη κι ευτυχισμένη
Πάνω στο πρόσωπο σου το ευτυχισμένο
Πάνω σε αυτή την πόλη την ευτυχισμένη
Αυτή τη βροχή πάνω στη θάλασσα
Πάνω στο ναύσταθμο
Πάνω στο καράβι του Ουεσάντ
Ω Μπαρμπαρά
Τι κουταμάρα ο πόλεμος
Τι ναʼ χεις απογίνει τώρα
Κάτω από αυτή τη βροχή από σίδερο
Από φωτιά ατσάλι αίμα
Κι αυτός που σε έσφιγγε μέσα στα μπράτσα του
Όλο έρωτα
Έχει πεθάνει εξαφανίστηκε ή είναι ακόμα ζωντανός
Ω Μπαρμπαρά
Βρέχει χωρίς να σταματά στη Βρέστη
Όπως έβρεχε παλιά
Αλλά δεν είναι πια το ίδιο κι όλα καταστράφηκαν
Είναι μια βροχή πένθους τρομερή και λυπημένη
Δεν είναι ούτε η καταιγίδα
Από σίδερο ατσάλι αίμα
Πολύ απλά μόνο τα σύννεφα
Που ψοφούν σαν τα σκυλιά
Τα σκυλιά που εξαφανίζονται
Στα ρυάκια των νερών της Βρέστης
Και πηγαίνουν να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά από τη Βρέστη
Που τίποτε πια δεν της απόμεινε .
Jacques Prevert
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί
[Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτό, μ’ ακούς;
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς;
το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς;
σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς;
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς; Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;
σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ ακούς;
που μ’ αφήνεις, που πας και ποιος, μ’ ακούς;
σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς.
Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες,
θα `ρθει μέρα, μ’ ακούς;
να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς;
Να γυαλίσει απάνω τους η απονιά, μ’ ακούς;
των ανθρώπων και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει,
στα νερά ένα ένα, μ’ ακούς;
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς;
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς;
όπου κάποτε οι φιγούρες των αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς;
οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς,
πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.
Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ ακούς; της αγάπης,
μια για πάντα το κόψαμε, μ’ ακούς;
και δε γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς;
σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας,
που αγγίξαμε ο ίδιος, μ’ ακούς;
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς.
Από τόσο χειμώνα κι από τόσους βοριάδες μ’ ακούς;
να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς;
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς;
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς;
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς,
άκου, άκου.
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει, ακούς;
Είμ εγώ που κλαίω, είμ’ εγώ που φωνάζω, μ’ ακούς;
σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς;
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς;
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς;
όπου κάποτε οι φιγούρες των αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς;
οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς;
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω,
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά
και νεκρώσιμους ψαλμούς,
πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς;
ή κανείς ή κι οι δυο μαζί.]
από το Μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη
σπάνιο!